αξεσκάλιστος

αξεσκάλιστος
η , ο
1) необшаренный; неперерытый (о ящике и т. п.); 2) нерасследованный (о деле, истории); 3) непрополотый (о посевах)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αξεσκάλιστος" в других словарях:

  • αξεσκάλιστος — η, ο 1. (για φυτά) όποιος δεν σκαλίστηκε, δεν του έγινε επιμελημένη καλλιέργεια με σκάλισμα 2. αυτός που δεν ερευνήθηκε, δεν εξετάστηκε λεπτομερώς …   Dictionary of Greek

  • αξεσκάλιστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν ανασκαλεύτηκε, δεν ψάχτηκε: Δεν άφησε ντουλάπι αξεσκάλιστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»